Κατάθλιψη, μια ύπουλη ασθένεια
O 20ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ο αιώνας του άγχους, ενώ ο 21ος θεωρείται ότι σηματοδοτεί την έναρξη της εποχής της κατάθλιψης. Δεν πρόκειται για μια πεσιμιστική άποψη, είναι εύλογο συμπέρασμα που προκύπτει από τα δημοσιεύματα της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρείας.
Σημαντικά ποσοστά του γενικού πληθυσμού, υποφέρουν από καταθλιπτικά συμπτώματα ενώ τα ποσοστά που προβλέπονται για τα επόμενα χρόνια είναι πραγματικά ανησυχητικά.
Όλοι βέβαια έχουμε περάσει περιόδους απογοήτευσης και γνωρίζουμε τι σημαίνει καταθλιπτική διάθεση. Πότε όμως αυτή η κατάσταση τείνει στην παθολογική πλευρά; Η απάντηση δεν είναι εύκολη ούτε απόλυτη. Πράγματι η διάγνωση της κατάθλιψης μπορεί να είναι πολύ δύσκολη, διότι εμφανίζεται με πληθώρα και ποικιλία συμπτωμάτων. Μερικά από αυτά είναι: διαταραχές ύπνου, απώλεια ενδιαφέροντος για τις συνηθισμένες δραστηριότητες, διαρκές αίσθημα κόπωσης, άγχος, ενοχές, ευερεθιστότητα, μειωμένη ικανότητα για συγκέντρωση, αίσθημα μοναξιάς, σεξουαλική δυσλειτουργία, ακαθόριστοι σωματικοί πόνοι. Όσο πιο έντονα τα συμπτώματα και όσο μεγαλύτερη η διάρκειά τους τόσο μεγαλύτερη η σοβαρότητα της κατάστασης.
Η επιστημονική κοινότητα προτείνει ένα μεγάλο αριθμό παραγόντων που φαίνεται ότι συμβάλλουν στην εμφάνιση κατάθλιψης. Αναμφισβήτητη είναι η συμβολή γενετικών αλλά και ψυχοκοινωνικών παραγόντων: σημαντική απώλεια (αγαπημένου προσώπου, εργασίας), αίσθημα απόρριψης, τραυματική παιδική ηλικία, οικονομικές δυσκολίες, αρνητική εκτίμηση του ατόμου για τον εαυτό του.
Σκέψεις του τύπου «δεν είμαι καλός», «κανείς δε με καταλαβαίνει», «η ζωή είναι άδικη», χαρακτηρίζουν τους καταθλιπτικούς ασθενείς, οι οποίοι νιώθουν τον εαυτό τους σα θύμα και προτιμούν να επιρρίπτουν ευθύνες στους συντρόφους τους, στα παιδιά τους, στην κοινωνία, στο Θεό, στα γεγονότα της ζωής. Όμως, όπως πολύ σωστά επισήμανε ο Επίκτητος «οι άνθρωποι δεν ενοχλούνται από τα γεγονότα αλλά από την αντίληψη που έχουν γι’ αυτά».
Ανεξάρτητα από την αιτία που προκάλεσε την κατάθλιψη, πρέπει να αντιμετωπιστεί έγκαιρα διότι συχνά γίνεται τόσο οδυνηρή και αβάσταχτη εμπειρία, ώστε ο θάνατος να φαντάζει λύτρωση από το επαχθές φορτίο της ζωής.
Πολλοί είναι αυτοί που οδηγούνται στην αυτοκτονία κι αν συνυπολογιστούν οι επιπτώσεις της κατάθλιψης στην οικογένεια, η κατάχρηση ουσιών και τα τροχαία ατυχήματα για τα οποία θεωρείται υπεύθυνη, η κατάχρηση των υπηρεσιών υγείας και οι λοιπές οικονομικές συνέπειες καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για ένα πολυδιάστατο κοινωνικό πρόβλημα.
Κατά τη διάρκεια της κατάθλιψης παρουσιάζεται μείωση στα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών του εγκεφάλου (κυρίως ντοπαμίνης, σεροτονίνης και νορεπινεφρίνης).
Οι νευροδιαβιβαστές είναι χημικά μόρια που μεταφέρουν μηνύματα από το ένα νευρικό κύτταρο στο άλλο.
Σε άλλες περιπτώσεις παρατηρείται αύξηση αυτών, όπως συμβαίνει στις φάσεις μανίας που χαρακτηρίζουν τη διπολική διαταραχή (μανιοκατάθλιψη), κατάσταση κατά την οποία το καταθλιπτικό συναίσθημα εναλλάσσεται με υπερβολική έξαρση, ευφορικά συναισθήματα και πράξεις πολλές φορές ακραίες.
Ο ρόλος των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων είναι να εξισορροπούν τα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο και να αποκαθιστούν σταδιακά την φυσιολογική του λειτουργία.
Πρέπει όμως να γίνει σαφές ότι τα αντικαταθλιπτικά δεν είναι ένας τρόπος φυγής από τις δυσκολίες της ζωής ή ένας τρόπος συγκάλυψης του ψυχικού πόνου, όπως είναι τα ναρκωτικά.
Αντίθετα είναι φάρμακα που βοηθούν τον πάσχοντα να αντιμετωπίζει καλύτερα τον συναισθηματικό πόνο, που γιατρεύουν μια ασθένεια και βάζουν τέλος σε μια ταλαιπωρία. Στη συνέχεια είναι πιο εύκολο να γνωρίσει και να αποδεχτεί κανείς τον εαυτό του, να νιώθει ήρεμος και να λειτουργεί αρμονικά.